- σπάω
- σπῶ, -άω, ΝΜΑνεοελλ.βλ. σπάζωμσν.-αρχ.1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ.β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.)2. προκαλώ συστροφή ή σπασμόαρχ.1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ.)2. (για κλήρο, λαχνό) βγάζω από την περικεφαλαία3. (για τα μαλλιά) ξερριζώνω4. αρπάζω, αποχωρίζω βίαια5. (για αρπακτικά ζώα και πτηνά) κομματιάζω, κατασπαράζω6. απομυζώ, ρουφάω7. αναπνέω, ανασαίνω8. σφίγγω, τραβάω9. φρ. α) «ἡ μήρινθος οὐδὲν ἔσπασεν» — δεν έπιασε τίποτε η πετονιάβ) «σπάσαι έπωνυμίαν» — το να οικειοποιείται κάποιος ένα επώνυμο.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, το ρ. εμφανίζει θ. σπα-, απ' το οποίο προέρχεται το θ. σπα-δ-, με οδοντική παρέκταση -δ- (πρβλ. σπα-δ-ών, σπά-δ-ιξ κ.λπ.) και η σπανιότερη μορφή σπα-τ-, με παρέκταση -τ- (πρβλ. σπά-τ-ος). Δεν αποκλείεται, όμως, η αρχική μορφή τού θ. να είναι σπα-σ- (πρβλ. σπά-σ-ις, σπα-σ-μός). Το ρ. σπάω συνδέεται με τον τ. σπατίλη* και πιθ. με το ρ. σφαδάζω*. Οι νεοελλ. τ. σπάζω και σπάνω έχουν σχηματιστεί από τον αόρ. έσπασα κατά τα σχήματα έβρασα: βράζω, έφθασα: φθάνω, αντίστοιχα.ΠΑΡ. σπάσμα, σπασμός, σπάδικαςαρχ.σπάσις, σπάτος, σπάδων, σπαδώννεοελλ.σπάσακας, σπάσιμο. (Β' συνθετικό) ανασπώ, αντιπερισπώ, αποσπώ, διασπώ, εκσπώ, περισπώ, προπερισπώ, συσπώαρχ.αμφισπώ, αντεπισπώ, αντιμετασπώ, αντισπώ, αποπερισπώ, εκπερισπώ, εναποσπώ, εξανασπώ, επικατασπώ, επισπώ, κατασπώ, μετασπώ, παρασπώ, προαποσπώ, προσανασπώ, προσεκσπώ, προσκατασπώ, προσπώ, συγκατασπώ, συνανασπώ, συναποσπώ, συνδιασπώ, συνεπισπώ, υποδιασπώ, υποσπώνεοελλ.ξεσπώ].
Dictionary of Greek. 2013.